-
1 обиход
обиход м: предметы домашнего \обихода τα αντικείμενα οικιακής καθημερινής χρήσης* * *мпредме́ты дома́шнего обихо́да — τα αντικείμενα οικιακής καθημερινής χρήσης
-
2 обиход
обиходм ἡ χρήση [-ις]:предметы домашнего \обихода ἀντικείμενα οίκιακής καθημερινής χρήσης· пускать в \обиход βάζω σέ χρήση, λανσάρω· войти́ в \обиход μπαίνω σέ χρήση, ἀρχίζω νά χρησιμοποιούμαι· выйти из \обихода παύω νά χρησιμοποιούμαι, γίνομαι ἄχρηστος. -
3 бытовой
επ.της καθημερινής ζωής•-ые условия οι συνθήκες της καθημερινής ζωής•
-ое явление φαινόμενο καθημερινής ζωής•
бытовой уклад τα ήθη και έθιμα•
стать -ым явлением γίνομαι συνηθισμένο φαινόμενο•
-ые предметы αντικείμενα καθημερινής (η οικιακής) χρήσης.
См. также в других словарях:
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Κεφαλονιάς — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1962 και άρχισε να λειτουργεί το 1969, στο ισόγειο της Κοργιαλένειου Βιβλιοθήκης, η οποία ξαναχτίστηκε μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του παλαιού κτιρίου από τους σεισμούς του 1953. Η πλούσια συλλογή του από αρχειακά και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Κύμης (Εύβοιας) — Το Λαογραφικό Μουσείο Κύμης ιδρύθηκε το 1980 από το Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο της πόλης. Στεγάζεται σε ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο στο κέντρο της Κύμης, το οποίο ανήκε στην Εθνική Τράπεζα. Η συλλογή του αποτελείται από 1.500 περίπου… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Εθνολογικό Λιβαδειάς — Το μουσείο, με εκθέματα ιστορικού και εθνολογικού ενδιαφέροντος από τη Λιβαδειά και την ευρύτερη περιοχή, εγκαινιάστηκε το Νοέμβριο του 2000 στον υπόγειο χώρο του πέτρινου αναπαλαιωμένου κτιρίου της νεροτριβής. Τα εκθέματα παρουσιάζονται… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό και Ιστορικό Αίγινας — Στεγάζεται από τον Ιούνιο του 1997 στον πρώτο όροφο του αρχοντικού του λαογράφου και συγγραφέα Παναγή Ηρειώτη (οδός Σπύρου Ρόδη). Η συλλογή του αποτελείται από παραδοσιακά ελληνικά έπιπλα του τέλους του 19ου αι., αντικείμενα οικιακής χρήσης και… … Dictionary of Greek
νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek